FAQs About the word flipped (out)

Ξεφυσώ

to lose one's reason or composure, to cause (someone) to lose reason or composure, to become very angry

πνιγμένος,ραγισμένο,κατέρρευσε,τρομαγμένος,λιωμένο,χαλασμένος,Χώρισαν

ηρέμησε (κάτω),ήρεμος,χαλαρός,σιγοψημένο,σιωπηλός

flip-flopped => άλλαξε γνώμη, flip (out) => (συγκρούομαι) έξω, flintlocks => πυροβόλα όπλα με πυρόλιθο, flings => Περιπέτειες, flinging (off or away) => Εκσφενδονίζω,