Greek Meaning of fumed

οργισμένος

Other Greek words related to οργισμένος

Definitions and Meaning of fumed in English

Wordnet

fumed (s)

(of wood) darkened or colored by exposure to ammonia fumes

Webster

fumed (imp. & p. p.)

of Fume

FAQs About the word fumed

οργισμένος

(of wood) darkened or colored by exposure to ammonia fumesof Fume

βρασμένος,καμένο,εξαγριωμένος,έβρασε,στον ατμό,εφόρμησε,ταραγμένος,καμμένος,αφρώδης,ερεθισμένος

επιλεγμένο,συλλεγέν,συντεθειμένος,περιεχομενη,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,πνιγμένος,πνιγηρός,στραγγαλισμένος,ήρεμος

fume => Καπνός, fumblingly => αδέξια, fumbling => αδέξιος, fumbler => βλάκας, fumbled => τσαπατσούλη,