Greek Meaning of ran amok
Έγινε έξαλλος
Other Greek words related to Έγινε έξαλλος
- επιλεγμένο
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- περιεχομενη
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- πνιγμένος
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- Πνίγω (πίσω)
- κατάπιε
- κατέστειλε
- ανακουφισμένος
- μέτριος
- ειρηνευμένος
- τσεπώνω
- χαλιναγωγημένο
- χαλαρός
- εγκαταστημένος
- πνιγηρός
- στραγγαλισμένος
- θερμικός
- ηρεμημένος
- ψύχθηκε
- συγκρατημένος
- κατευνασμένος
- Ηρεμος
- σιωπηλός
- αφήνω κάτι
- ησυχασμένος
- ήρεμος (κάτω)
Nearest Words of ran amok
Definitions and Meaning of ran amok in English
ran amok
possessed with or motivated by a murderous or violently uncontrollable frenzy, an episode of sudden mass assault against people or objects usually by a single individual following a period of brooding that has traditionally been regarded as occurring especially in Malaysian culture but is now increasingly viewed as psychopathological behavior occurring worldwide in numerous countries and cultures, in a violently raging, wild, or uncontrolled manner, in an undisciplined, uncontrolled, or faulty manner, in a murderously frenzied state, in a violently excited state
FAQs About the word ran amok
Έγινε έξαλλος
possessed with or motivated by a murderous or violently uncontrollable frenzy, an episode of sudden mass assault against people or objects usually by a single i
τριχωτός,καμένο,οργισμένος,εξαγριωμένος,συνέχισε,αναμμένος (προς τα πάνω),Ξεφυσώ,έκανε σκηνή,κατέστρεψε,εφόρμησε
επιλεγμένο,συλλεγέν,συντεθειμένος,περιεχομενη,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,πνιγμένος,ήρεμος,καταπιεσμένη,Πνίγω (πίσω)
ran along => έτρεχε κατά μήκος, ran after => έτρεξε πίσω, ran across => Συνάντησε, ran (in) => έτρεξε (μέσα), ramparts => Προμαχώνες,