Greek Meaning of tinctured

χρωματισμένος

Other Greek words related to χρωματισμένος

Definitions and Meaning of tinctured in English

Webster

tinctured (imp. & p. p.)

of Tincture

FAQs About the word tinctured

χρωματισμένος

of Tincture

έγχρωμος,βαμμένο,με χρώμα,βαμμένο,Λεκιασμένος,απόχρωση,χρωματισμένος,χρωματισμένος,πολύχρωμο,Χρωματισμένος

Άχρωμο,υγρό,άχρωμος,άβαφος,Άβαφο,χωρίς λεκέδες,λευκό,χλωριωμένο,σαφής,ξεθωριασμένος

tincture of iodine => Βάμμα ιωδίου, tincture => Βάμμα, tinctorial => Βαφικός, tinct => απόχρωση, tincal => Βόρακας,