Greek Meaning of continuous tense
Συνεχόμενος χρόνος
Other Greek words related to Συνεχόμενος χρόνος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of continuous tense
- continuous receiver watch => Συνεχής παρακολούθηση δέκτη
- continuous creation theory => Θεωρία συνεχούς δημιουργίας
- continuous => συνεχής
- continuo => Συνεχής
- continuity irish republican army => συνέχεια του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού
- continuity army council => Συμβούλιο συνέχειας του Στρατού
- continuity => Συνέχεια
- continuing trespass => συνεχιζόμενη παράβαση
- continuing education => Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση
- continuing => συνεχόμενος
Definitions and Meaning of continuous tense in English
continuous tense (n)
a tense of verbs used in describing action that is on-going
FAQs About the word continuous tense
Συνεχόμενος χρόνος
a tense of verbs used in describing action that is on-going
No synonyms found.
No antonyms found.
continuous receiver watch => Συνεχής παρακολούθηση δέκτη, continuous creation theory => Θεωρία συνεχούς δημιουργίας, continuous => συνεχής, continuo => Συνεχής, continuity irish republican army => συνέχεια του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού,