Greek Meaning of contorted
στρεβλωμένο
Other Greek words related to στρεβλωμένο
Nearest Words of contorted
- contort => στρίβω
- contopus virens => Πρασινωπός κοντόπους
- contopus sordidulus => Πυγοψάρι πουλί
- contopus => κόντοπος
- conto => νουβέλα
- continuum => συνεχές
- continuousness => συνέχεια
- continuously => συνεχώς
- continuous tense => Συνεχόμενος χρόνος
- continuous receiver watch => Συνεχής παρακολούθηση δέκτη
- contortion => στρέβλωση
- contortionist => Ακροβάτης που στρίβει το σώμα του
- contortions => στρεβλώσεις
- contour => περίγραμμα
- contour feather => φτερό περιγράμματος
- contour language => Γλώσσα με τόνους
- contour line => Υψομετρική καμπύλη
- contour map => Χάρτης περιγραμμάτων
- contour sheet => Χάρτης ισοϋψών
- contra => ενάντια
Definitions and Meaning of contorted in English
contorted (s)
twisted (especially as in pain or struggle)
FAQs About the word contorted
στρεβλωμένο
twisted (especially as in pain or struggle)
ακατάστατος,Διαστρεβλωμένο,ασύμμετρος,ασύμμετρος,ακανόνιστος,ασύμμετρο,λοξός,στραβό,ανισόρροπος,ασύμμετρος
ακόμα,επίπεδο,τακτικός,ίσιος,στολή,ισορροπημένος,οργανωμένος,συμμετρικός ,συμμετρικός,παραγγελθέντα
contort => στρίβω, contopus virens => Πρασινωπός κοντόπους, contopus sordidulus => Πυγοψάρι πουλί, contopus => κόντοπος, conto => νουβέλα,