Greek Meaning of contorted

στρεβλωμένο

Other Greek words related to στρεβλωμένο

Definitions and Meaning of contorted in English

Wordnet

contorted (s)

twisted (especially as in pain or struggle)

FAQs About the word contorted

στρεβλωμένο

twisted (especially as in pain or struggle)

ακατάστατος,Διαστρεβλωμένο,ασύμμετρος,ασύμμετρος,ακανόνιστος,ασύμμετρο,λοξός,στραβό,ανισόρροπος,ασύμμετρος

ακόμα,επίπεδο,τακτικός,ίσιος,στολή,ισορροπημένος,οργανωμένος,συμμετρικός ,συμμετρικός,παραγγελθέντα

contort => στρίβω, contopus virens => Πρασινωπός κοντόπους, contopus sordidulus => Πυγοψάρι πουλί, contopus => κόντοπος, conto => νουβέλα,