Greek Meaning of movingly

συγκινητικά

Other Greek words related to συγκινητικά

Definitions and Meaning of movingly in English

Wordnet

movingly (r)

in a moving manner

Webster

movingly (adv.)

In a moving manner.

FAQs About the word movingly

συγκινητικά

in a moving mannerIn a moving manner.

συναισθηματικός,συναρπαστικός,εντυπωσιακός,συγκινητικός,επηρεάζοντας,δραματικός,εύγλωττος,διεγέρσιμος,εκφραστικός,συναίσθημα

κρύος,κουλ,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,ανέμπνευστος,αδιάφορος,ατάραχος,αναίσθητος,Ανέγγιχτος

moving-coil galvanometer => Γαλβανόμετρο με κινούμενο πηνίο, moving van => φορτηγό μετακόμισης, moving stairway => Κυλιόμενες σκάλες, moving staircase => Κλιμακοστάσιο, moving ridge => κινούμενη κορυφογραμμή,