Greek Meaning of numbly
μούδιασμα
Other Greek words related to μούδιασμα
Nearest Words of numbly
Definitions and Meaning of numbly in English
numbly (r)
in a numb manner; without feeling
FAQs About the word numbly
μούδιασμα
in a numb manner; without feeling
κοιμισμένος,μουδιασμένος,μουδιασμένος,αναίσθητος,ληθαργικός,αναίσθητος,αναισθητοποιημένος,αμβλεία,παγωμένο,νεκρός
συναίσθημα,ευαίσθητος,ξύπνιος,ε разумный
numbless => μούδιασμα, numbing => μουδιαστικό, numbfish => Μουδιασμένο ψάρι, numbers racket => κουμπαράς, numbers pool => Κολυμβήθρα αριθμών,