Greek Meaning of miscreation

κακοδημιουργία

Other Greek words related to κακοδημιουργία

Definitions and Meaning of miscreation in English

Wordnet

miscreation (n)

something abnormal or anomalous

FAQs About the word miscreation

κακοδημιουργία

something abnormal or anomalous

ανωμαλία,άμβλωση,ανωμαλία,τρελός,εκκεντρικός,τέρας ,Δυσπλασία,Τέρας,μετάλλαξη,μετάλλαξη

μέσος,φυσιολογικός,δείγμα,πρότυπο,κανόνας,παρ,δείγμα,συνήθης,συνηθισμένος

miscreated => κακοσχηματισμένος, miscreate => εσφαλμένα δημιουργημένο, miscreant => κακούργος, miscreancy => κακία, miscreance => απιστία,