Greek Meaning of patent medicine
Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Other Greek words related to Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- βοτανικός
- φάρμακο
- Ιατρική
- συνταγή
- Φάρμακο συνταγής
- θεραπεία
- πανάκεια
- Φάρμακο
- Φαρμακευτική αγωγή
- Θαυματουργό φάρμακο
- γιατρικό της γιαγιάς
- πανάκεια
- Φυσική
- Φίλτρο
- φάρμακο
- συγκεκριμένος
- δισκίο
- Τονωτικό
- Θαυματουργό φάρμακο
- αντιβιοτικό
- αντισηπτικό
- καπέλο
- κάψουλα
- φιλικός
- ένεση
- λινιμέντο
- Λοσιόν
- φαρμακευτικός
- αλοιφή
- φαρμακευτικός
- χάπι
- κατάπλασμα
- αλοιφή
- ορός
- Σιρόπι
- Σιρόπι
- Βάμμα
Nearest Words of patent medicine
- patent log => Μητρώο ευρεσιτεχνιών
- patent leather => Βερνικωμένο δέρμα
- patent law => Δίκαιο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- patent infringement => παραβίαση διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patent ductus arteriosus => Επίμονος αρτηριακός πόρος
- patent application => Αίτηση ευρεσιτεχνίας
- patent and trademark office database => Βάση δεδομένων του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας
- patent => δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patency => διαπερατότητα
- patena => δισκάριον
- patent of invention => δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patent office => Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας
- patent right => Δικαίωμα διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patent system => Σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- patentable => κατοχυρώσιμο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patented => κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patentee => κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patent-hammered => σφυρηλατημένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patenting => κατοχύρωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patently => προφανώς
Definitions and Meaning of patent medicine in English
patent medicine (n)
medicine that is protected by a patent and available without a doctor's prescription
FAQs About the word patent medicine
Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
medicine that is protected by a patent and available without a doctor's prescription
βοτανικός,φάρμακο,Ιατρική,συνταγή,Φάρμακο συνταγής,θεραπεία,πανάκεια,Φάρμακο,Φαρμακευτική αγωγή,Θαυματουργό φάρμακο
No antonyms found.
patent log => Μητρώο ευρεσιτεχνιών, patent leather => Βερνικωμένο δέρμα, patent law => Δίκαιο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, patent infringement => παραβίαση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, patent ductus arteriosus => Επίμονος αρτηριακός πόρος,