Greek Meaning of botanical
βοτανικός
Other Greek words related to βοτανικός
- φάρμακο
- Φαρμακευτική αγωγή
- φαρμακευτικός
- Ιατρική
- γιατρικό της γιαγιάς
- πανάκεια
- Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- Φυσική
- Φίλτρο
- συνταγή
- Φάρμακο συνταγής
- φάρμακο
- συγκεκριμένος
- Τονωτικό
- καπέλο
- κάψουλα
- φιλικός
- θεραπεία
- πανάκεια
- ένεση
- Λοσιόν
- Φάρμακο
- Θαυματουργό φάρμακο
- φαρμακευτικός
- χάπι
- δισκίο
- Θαυματουργό φάρμακο
- αντιβιοτικό
- αντισηπτικό
- επίχρισμα
- λινιμέντο
- αλοιφή
- κατάπλασμα
- αλοιφή
- ορός
- Σιρόπι
- Σιρόπι
- Βάμμα
Nearest Words of botanical
Definitions and Meaning of botanical in English
botanical (n)
a drug made from part of a plant (as the bark or root or leaves)
botanical (a)
of or relating to plants or botany
botanical (a.)
Of or pertaining to botany; relating to the study of plants; as, a botanical system, arrangement, textbook, expedition.
FAQs About the word botanical
βοτανικός
a drug made from part of a plant (as the bark or root or leaves), of or relating to plants or botanyOf or pertaining to botany; relating to the study of plants;
φάρμακο,Φαρμακευτική αγωγή,φαρμακευτικός,Ιατρική,γιατρικό της γιαγιάς,πανάκεια,Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας,Φυσική,Φίλτρο,συνταγή
No antonyms found.
botanic => βοτανικός, bota => μπότες, bot => Μποτ, bosworth field => Πεδίο Μάχης του Μπόσγουορθ, boswellism => Μποσβελλισμός,