Greek Meaning of drug
φάρμακο
Other Greek words related to φάρμακο
- θεραπεία
- Φαρμακευτική αγωγή
- φαρμακευτικός
- Ιατρική
- φάρμακο
- αντιβιοτικό
- Φάρμακο
- φαρμακευτικός
- Φυσική
- χάπι
- Φίλτρο
- συνταγή
- συγκεκριμένος
- αντισηπτικό
- βοτανικός
- καπέλο
- κάψουλα
- πανάκεια
- ένεση
- λινιμέντο
- Λοσιόν
- Θαυματουργό φάρμακο
- γιατρικό της γιαγιάς
- αλοιφή
- πανάκεια
- Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- Φάρμακο συνταγής
- αλοιφή
- ορός
- Σιρόπι
- Σιρόπι
- δισκίο
- Βάμμα
- Τονωτικό
- Θαυματουργό φάρμακο
Nearest Words of drug
- drug abuse => Κατάχρηση φαρμάκων
- drug addiction => Εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες
- drug baron => Ναρκοβαρόνος
- drug bust => έφοδος διακίνησης ναρκωτικών
- drug cartel => Καρτέλ ναρκωτικών
- drug cocktail => Κοκτέιλ φαρμάκων
- drug company => φαρμακευτική εταιρία
- drug enforcement administration => Υπηρεσία Επιβολής Νόμων κατά των Ναρκωτικών
- drug enforcement agency => Υπηρεσία Επιβολής Ναρκωτικών
- drug lord => -
Definitions and Meaning of drug in English
drug (n)
a substance that is used as a medicine or narcotic
drug (v)
administer a drug to
use recreational drugs
drug (v. i.)
To drudge; to toil laboriously.
To prescribe or administer drugs or medicines.
drug (n.)
A drudge (?).
Any animal, vegetable, or mineral substance used in the composition of medicines; any stuff used in dyeing or in chemical operations.
Any commodity that lies on hand, or is not salable; an article of slow sale, or in no demand.
drug (v. t.)
To affect or season with drugs or ingredients; esp., to stupefy by a narcotic drug. Also Fig.
To tincture with something offensive or injurious.
To dose to excess with, or as with, drugs.
FAQs About the word drug
φάρμακο
a substance that is used as a medicine or narcotic, administer a drug to, use recreational drugsTo drudge; to toil laboriously., A drudge (?)., Any animal, vege
θεραπεία,Φαρμακευτική αγωγή,φαρμακευτικός,Ιατρική,φάρμακο,αντιβιοτικό,Φάρμακο,φαρμακευτικός,Φυσική,χάπι
No antonyms found.
druery => druery, drudgingly => κοπιαστικά, drudging box => κουτί δουλειάς, drudging => κοπιαστικός, drudgery => δουλειά της κακομοίρας,