Greek Meaning of patent-hammered

σφυρηλατημένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

Other Greek words related to σφυρηλατημένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

No Synonyms and anytonyms found

Definitions and Meaning of patent-hammered in English

Webster

patent-hammered (a.)

Having a surface dressed by cutting with a hammer the head of which consists of broad thin chisels clamped together.

FAQs About the word patent-hammered

σφυρηλατημένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

Having a surface dressed by cutting with a hammer the head of which consists of broad thin chisels clamped together.

No synonyms found.

No antonyms found.

patentee => κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, patented => κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, patentable => κατοχυρώσιμο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, patent system => Σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, patent right => Δικαίωμα διπλώματος ευρεσιτεχνίας,