Greek Meaning of eyeful
Ελκυστικός στο μάτι
Other Greek words related to Ελκυστικός στο μάτι
- ομορφιά
- Μπισκότο
- μπισκότο
- θεά
- βασίλισσα
- μωρό μου
- βασίλισσα ομορφιάς
- belle
- γλυκούλης
- γλύκα
- Μάγισσα
- αλεπού
- μέλι
- Νοκ άουτ
- Ροδάκινο
- εκπληκτικός
- Καλλονή του μπάνιου
- γοητευτής
- φλερτάρω
- Κορίτσι στο εξώφυλλο
- γλύκα
- πιάτο
- κούκλα
- Κούκλα
- Καράβι των ονείρων
- μοιραία γυναίκα
- γκόμενος
- Χούρι
- θεατής
- Πιν απ γκορλ
- όμορφος
- σειρήνα
- πειράζω
- Βαμπίρ
Nearest Words of eyeful
Definitions and Meaning of eyeful in English
eyeful (n)
a strikingly beautiful woman
a full view; a good look
eyeful (a.)
Filling or satisfying the eye; visible; remarkable.
FAQs About the word eyeful
Ελκυστικός στο μάτι
a strikingly beautiful woman, a full view; a good lookFilling or satisfying the eye; visible; remarkable.
ομορφιά,Μπισκότο,μπισκότο,θεά,βασίλισσα,μωρό μου,βασίλισσα ομορφιάς,belle,γλυκούλης,γλύκα
τσάντα,Μάγισσα,παλαιολάγνος,μάγισσα,Μάγισσα
eyeflap => βλέφαρο, eye-drop => οφθαλμικές σταγόνες, eyedrop => οφθαλμικές σταγόνες, eyedness => Μάτια, eye-deceiving => Απατηλό για το μάτι,