Greek Meaning of hungered
πεινασμένος
Other Greek words related to πεινασμένος
- λαχταρώ
- (πεθαίνω για)
- ποθώ (κάτι)
- φαγούρα
- λαχταράω (κάτι)
- ποθώ
- μετανιώνω (για)
- σάλια (για)
- στεναγμός (για)
- δίψα (για)
- θέλω
- εύχομαι
- λαχταρώ
- λαχτάρα (για)
- ποθώ (για)
- ποθώ
- επιθυμία
- απολαμβάνω
- πάθος (για)
- σαν
- αγάπη
- λαχταρώ για
- βάζω την καρδιά μου σε
- Χαλώ (σε)
- θαυμάζω
- ευχαριστηθείτε (με)
- επιθυμώ
- φανταχτερός
- groove on
- προτιμώ
- λιχουδιά
- απολαμβάνω (κάτι)
Nearest Words of hungered
- hunger-bitten => πεινασμένος
- hunger-bit => πεινασμένος
- hunger strike => Aπεργία πείνας
- hunger marcher => Πείνα-παρέλαση
- hunger march => Πορεία πείνας.
- hunger => πείνα
- hungary => Ουγγαρία
- hungarian sauce => Ουγγρική σάλτσα
- hungarian pointer => Ουγγρικός δείκτης
- hungarian partridge => Πέρδικα της Ουγγαρίας
Definitions and Meaning of hungered in English
hungered (imp. & p. p.)
of Hunger
hungered (a.)
Hungry; pinched for food.
FAQs About the word hungered
πεινασμένος
of Hunger, Hungry; pinched for food.
λαχταρώ,(πεθαίνω για),ποθώ (κάτι),φαγούρα,λαχταράω (κάτι),ποθώ,μετανιώνω (για),σάλια (για),στεναγμός (για),δίψα (για)
καταφρονώ,πτώση,αρνούμαι,απορρίπτω,καταριέμαι,περιφρονώ
hunger-bitten => πεινασμένος, hunger-bit => πεινασμένος, hunger strike => Aπεργία πείνας, hunger marcher => Πείνα-παρέλαση, hunger march => Πορεία πείνας.,