Greek Meaning of hungered

πεινασμένος

Other Greek words related to πεινασμένος

Definitions and Meaning of hungered in English

Webster

hungered (imp. & p. p.)

of Hunger

Webster

hungered (a.)

Hungry; pinched for food.

FAQs About the word hungered

πεινασμένος

of Hunger, Hungry; pinched for food.

λαχταρώ,(πεθαίνω για),ποθώ (κάτι),φαγούρα,λαχταράω (κάτι),ποθώ,μετανιώνω (για),σάλια (για),στεναγμός (για),δίψα (για)

καταφρονώ,πτώση,αρνούμαι,απορρίπτω,καταριέμαι,περιφρονώ

hunger-bitten => πεινασμένος, hunger-bit => πεινασμένος, hunger strike => Aπεργία πείνας, hunger marcher => Πείνα-παρέλαση, hunger march => Πορεία πείνας.,