Greek Meaning of centrally
κεντρικά
Other Greek words related to κεντρικά
- μεγάλος
- κυρίαρχος
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- υψηλότερος
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- αρχηγός
- πρώτο
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κλειδί
- κορυφαία
- επικράτηση
- Ανώτατος
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- διευθυντής
- προηγούμενος
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- Τόξο
- εξαίρετος
- εξέχον
- διάσημος
- διάσημος
- Μεγάλος
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- μεγάλος
- κύριος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- αριθμός ένα
- Εξαιρετικός
- αλαζόνας
- εξέχων
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
- κυρίαρχος
Nearest Words of centrally
- centranthus => Κεντρά νθος
- centranthus ruber => Βαλεριάνα η ερυθρά
- centrarchid => Κεντραρχίδες
- centrarchidae => Κεντραρχίδες
- centre => κέντρο
- centre bit => κεντρικό τρυπάνι
- centre for international crime prevention => κέντρο για την διεθνή πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος
- centre of attention => κέντρο της προσοχής
- centre of buoyancy => Κέντρο άντωσης
- centre of curvature => Κέντρο καμπυλότητας
Definitions and Meaning of centrally in English
centrally (r)
in or near or toward a center or according to a central role or function
centrally (adv.)
In a central manner or situation.
FAQs About the word centrally
κεντρικά
in or near or toward a center or according to a central role or functionIn a central manner or situation.
μεγάλος,κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,υψηλότερος,Κεφάλαιο,καρδινάλιος
τελευταίο,λιγότερο,ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο
centralizing => κεντρικοποίηση, centralized => συγκεντρωμένος, centralize => συγκεντρώνω, centralization => συγκεντρωτισμός, centrality => κεντρικότητα,