Greek Meaning of inexorably
αναπόφευκτα
Other Greek words related to αναπόφευκτα
Nearest Words of inexorably
Definitions and Meaning of inexorably in English
inexorably (r)
in an inexorable manner
inexorably (adv.)
In an inexorable manner; inflexibly.
FAQs About the word inexorably
αναπόφευκτα
in an inexorable mannerIn an inexorable manner; inflexibly.
αναπόφευκτος,αμείλικτος,αναπόδραστος,αναπόφευκτο,απαραίτητος,δυνατόν,πιθανός,αναπόφευκτο,αναπόφευκτος,unremitting **ακατάπαυστος
απίθανος,αποτρέψιμο,αβέβαιος,απίθανο,αποφευκτό,αμφίβολος,αμφίβολος,προληπτικός,αμφισβητήσιμος,τρεμάμενος
inexorableness => αναπόφευκτος, inexorable => αναπόφευκτος, inexorability => αναπόφευκτο, inexistent => ανύπαρκτος, inexistence => ανυπαρξία,