Greek Meaning of pepped (up)

ενθουσιασμένος (πάνω)

Other Greek words related to ενθουσιασμένος (πάνω)

Definitions and Meaning of pepped (up) in English

pepped (up)

to cause (someone or something) to become more lively or active, to become more lively or active

FAQs About the word pepped (up)

ενθουσιασμένος (πάνω)

to cause (someone or something) to become more lively or active, to become more lively or active

διεγερμένος,ενθουσιασμένος,ζωντανός,Φερμουάρ (πάνω),ενεργοποιημένο,κινούμενη,διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνησα

καμμένος έξω,εξουθενωμένος,Εξασθενημένος,υγρός,νεκρωμένο,στραγγισμένος,θαμπό,εξαντλημένος,Κουρασμένος,παρενοχλημένος

pep (up) => ενθαρρύνω, peons => αγρότες, peones => πιόνια, peonages => δουλεία, penthouses => ρετιρέ,