FAQs About the word come (to)

έρχομαι (σε)

to recover consciousness, to come to anchor or to a stop, to bring a ship's head nearer the wind

προσθέτω (σε),σύνολο,ποσό (σε),μετρώ (μέχρι),αριθμός,άθροισμα (έως ή σε),μέσος,η ώρα προσέλευσης,συμπεριλαμβάνουν,φτάνω

ξεχάσω,αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,ξεμάθω

combusts => καίγεται, combusting => καύση, combusted => καμμένο, combs => χτένες, comb-over => Χτένισμα προς τα πίσω,