Greek Meaning of wasp
Σφήκα
Other Greek words related to Σφήκα
- φλογερός
- ευερέθιστος
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- παθιασμένος
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- ακανθώδης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- ευαίσθητος
- κοντός
- ευέξαπτος
- απότομος
- σαρκαστικός
- πνιγηρός
- ευερέθιστος
- Σε κακή διάθεση
- εκτός λειτουργίας
- σαρκαστικός
- επιχειρηματικός
- πτωτικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- χολερικός
- γκρινιάρης
- μαχητικός
- Αμφιλεγόμενος
- σταυροειδής
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- φιλονικητής
- δυσπεπτικός
- ευέξαπτος
- ανήσυχος
- θυμωμένος
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- Απρεπής
- εκνευρισμένος
- μαχητικός
- φιλονικός
- φθαρμένος
- φτωχό
- Ζωηρό
- Σναρλ
- σουμπρός
- κατσούφης
- μουρτζούφλης
- ευέξαπτος
- Λεπτόδερμος
- ευαίσθητος
- άγριος
- άσεμνος
- μουτρωμένος
- σύντομος
Nearest Words of wasp
Definitions and Meaning of wasp in English
wasp (n)
a white person of Anglo-Saxon ancestry who belongs to a Protestant denomination
social or solitary hymenopterans typically having a slender body with the abdomen attached by a narrow stalk and having a formidable sting
wasp (n.)
Any one of numerous species of stinging hymenopterous insects, esp. any of the numerous species of the genus Vespa, which includes the true, or social, wasps, some of which are called yellow jackets.
FAQs About the word wasp
Σφήκα
a white person of Anglo-Saxon ancestry who belongs to a Protestant denomination, social or solitary hymenopterans typically having a slender body with the abdom
φλογερός,ευερέθιστος,χολερικός,γκρινιάρης,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,ευέξαπτος
Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος
waslaw nijinsky => Βασλάβ Νιζίνσκι, wasium => Βάσιο, wasite => Μεσολαβηση, washy => ξεθωριασμένος, washwoman => πλύστρα,