Greek Meaning of profitably

κερδοφόρα

Other Greek words related to κερδοφόρα

Definitions and Meaning of profitably in English

Wordnet

profitably (r)

in a productive way

FAQs About the word profitably

κερδοφόρα

in a productive way

Κερδοφόρος,αξίζει τον κόπο,επωφελής,οικονομικός,επωφελής,Ζουμερός,κερδοφόρος,κερδοφόρα,πληρωμή,Αποδοτικός

ασύμφορος,δυσμενής,μειονεκτικός

profitableness => κερδοφορία, profitable => Κερδοφόρος, profitability => κερδοφορία, profit taker => κερδοσκόπους, profit sharing => Συμμετοχή στα κέρδη,