Greek Meaning of selvage
άκρη
Other Greek words related to άκρη
- μεθόρια
- οριοθέτηση
- έκταση
- σύνορο
- γύρος
- περιορισμός
- Μάρτιος
- μέτρο
- απλό
- προάστιο
- χλωμός
- περιορισμός
- λήξη
- σύνορο
- σύνορο
- χείλος
- οροφή (orof̱í)
- Κορυφή
- Πεζοδρόμιο
- ακμή
- πλαίσιο
- κρόσσια
- στρίφωμα
- χείλος
- περιθώριο
- μέγιστο
- Ακτή
- Φούστα
- έκταση
- δεμένος
- γείσο
- περίμετρος
- πυξίδα
- όρια
- κορυφή
- άκρη
- τέλος
- Περίμετρος
- περιφέρεια
- χείλος
- χαμηλότερα πατώματος
- άκρη
Nearest Words of selvage
Definitions and Meaning of selvage in English
selvage (n)
border consisting of an ornamental fringe at either end of an oriental carpet
the edge of a fabric that is woven so that it will not ravel or fray
selvage (n.)
Alt. of Selvedge
FAQs About the word selvage
άκρη
border consisting of an ornamental fringe at either end of an oriental carpet, the edge of a fabric that is woven so that it will not ravel or frayAlt. of Selve
μεθόρια,οριοθέτηση,έκταση,σύνορο,γύρος,περιορισμός,Μάρτιος,μέτρο,απλό,προάστιο
κέντρο,πυρήν,καρδιά,μέσα,εσωτερικός,μέση,εντός,εσωτερικός
selva => Σέλβα, seltzo-gene => γονίδιο seltzo, seltzer water => Αναψυκτικό, seltzer => σέλτερ, selters water => Άνευ ανθρακικού νερού,