Greek Meaning of selvedged
με γαζωμένη άκρη
Other Greek words related to με γαζωμένη άκρη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of selvedged
- selves => εαυτούς
- sely => καλαμάρι
- selznick => Σέλζνικ
- semaeostomata => σάκος στού κοίλου στόματος
- semantic => σημασιολογικός
- semantic error => Σημασιολογικό σφάλμα
- semantic memory => Σημασιολογική μνήμη
- semantic relation => Σημασιολογική σχέση
- semantic role => Σημασιολογικός ρόλος
- semantically => σημασιολογικά
Definitions and Meaning of selvedged in English
selvedged (a.)
Having a selvage.
FAQs About the word selvedged
με γαζωμένη άκρη
Having a selvage.
No synonyms found.
No antonyms found.
selvedge => ανάποδη, selve => μετάξι, selvas => δάση, selvagee => selvage, selvaged => σωσμένος,