Greek Meaning of rim
χείλος
Other Greek words related to χείλος
- σύνορο
- σύνορο
- περίμετρος
- όρια
- ακμή
- άκρη
- Περίμετρος
- δεμένος
- γείσο
- πυξίδα
- τέλος
- πλαίσιο
- κρόσσια
- στρίφωμα
- χείλος
- περιθώριο
- προάστιο
- περιφέρεια
- Φούστα
- χαμηλότερα πατώματος
- άκρη
- έκταση
- οριακός
- χείλος
- οροφή (orof̱í)
- Κορυφή
- Πεζοδρόμιο
- κορυφή
- οριοθέτηση
- έκταση
- σύνορο
- γύρος
- περιορισμός
- Μάρτιος
- μέγιστο
- μέτρο
- απλό
- περιορισμός
- Ακτή
- λήξη
Nearest Words of rim
Definitions and Meaning of rim in English
rim (n)
the shape of a raised edge of a more or less circular object
(basketball) the hoop from which the net is suspended
the outer part of a wheel to which the tire is attached
a projection used for strength or for attaching to another object
the top edge of a vessel or other container
rim (v)
run around the rim of
furnish with a rim
roll around the rim of
rim (n.)
The border, edge, or margin of a thing, usually of something circular or curving; as, the rim of a kettle or basin.
The lower part of the abdomen.
rim (v. t.)
To furnish with a rim; to border.
FAQs About the word rim
χείλος
the shape of a raised edge of a more or less circular object, (basketball) the hoop from which the net is suspended, the outer part of a wheel to which the tire
σύνορο,σύνορο,περίμετρος,όρια,ακμή,άκρη,Περίμετρος,δεμένος,γείσο,πυξίδα
κέντρο,πυρήν,καρδιά,μέσα,εσωτερικός,μέση,εντός,εσωτερικός
rily => Rily, rillet => rillettes, rille => αυλάκι, rill => αυλάκι, rilke => Ρίλκε,