FAQs About the word bungler

αδέξιος

someone who makes mistakes because of incompetenceA clumsy, awkward workman; one who bungles.

αδέξιος,χασάπης,ανίκανος,Μπλαυντέρμπους,χασάπης,αδέξιος,βλάκας,λάθος

άσσος,ικανός,ειδικός,μαέστρος,κύριος,βιρτουόζος,μάγος,κράκατζακ,εξαιρετικός

bungled => μπερδεμένος, bungle => τα κάνω μαντάρα, bunging => σφράγισμα, bunghole => τρύπα βύσματος, bungee cord => Ελαστικό σχοινί,