Greek Meaning of airhole
αεραγωγός
Other Greek words related to αεραγωγός
- μασχάλη
- Κουμπότρυπα
- είσοδος
- κόλπος
- πρόσληψη
- κλειδαρότρυπα
- κόμπος
- κουκουνάρα
- Τρύπα βελόνας
- πόρος
- λακκούβα
- γροθιά
- τρύπημα
- εξαερισμός
- σκουληκότρυπα
- διάφραγμα
- σχισμή
- σχισμή
- Έξοδος
- ρωγμή
- τομή
- στόμα
- πρίζα
- Τρύπημα βελόνας
- ρήξη
- Κατηγορία
- σχισμή
- σχισμή
- χώρος
- διαχωρίζω
- δάκρυ
- παραβίαση
- Σπάω
- σχισμή
- ρωγμή
- γωνιά
- κόβω
- τρύπα
- παραθυράκι
- εγκοπή
- άνοιγμα
- διάτρηση
- ενοίκιο
- ρήγμα
Nearest Words of airhole
Definitions and Meaning of airhole in English
airhole
a hole to admit or discharge air
FAQs About the word airhole
αεραγωγός
a hole to admit or discharge air
μασχάλη,Κουμπότρυπα,είσοδος,κόλπος,πρόσληψη,κλειδαρότρυπα,κόμπος,κουκουνάρα,Τρύπα βελόνας,πόρος
συμπληρώνω,Πλήρωση,γέμιση,τσιρότο,βύσμα,φώκια,Φράγμα,εμπόδιο,εμπόδιο,Σταμάτημα
airheads => χαζοί, air-drying => Στέγνωμα στον αέρα, air-cushion vehicle => Αερόστρωμνο, aircraft carriers => αεροπλανοφόρα, air-conditioning => κλιματισμός,