Greek Meaning of warmongering
πολεμοκαπηλεία
Other Greek words related to πολεμοκαπηλεία
Nearest Words of warmongering
Definitions and Meaning of warmongering in English
warmongering (n)
a policy of advocating war
FAQs About the word warmongering
πολεμοκαπηλεία
a policy of advocating war
γεράκι,μαχητής,στρατιωτικός,ταραχοποιός,εθνικιστής,εθνικιστής,εμπόλεμος,σοβινιστής,μαχητής,εμπρηστής
περιστέρι,Ειρηνιστής,ειρηνοποιός,ειρηνιστής,Ειρηνευτής
warmonger => Εμπόλεμος, warmness => ζεστασιά, warmly => θερμά, warming pan => θερμοφόρα, warming => θέρμανση,