FAQs About the word warmongering

πολεμοκαπηλεία

a policy of advocating war

γεράκι,μαχητής,στρατιωτικός,ταραχοποιός,εθνικιστής,εθνικιστής,εμπόλεμος,σοβινιστής,μαχητής,εμπρηστής

περιστέρι,Ειρηνιστής,ειρηνοποιός,ειρηνιστής,Ειρηνευτής

warmonger => Εμπόλεμος, warmness => ζεστασιά, warmly => θερμά, warming pan => θερμοφόρα, warming => θέρμανση,