Greek Meaning of easy going

χαλαρός

Other Greek words related to χαλαρός

Definitions and Meaning of easy going in English

Wordnet

easy going (n)

easy unobstructed progress

Webster

easy going (a.)

Moving easily; hence, mild-tempered; ease-loving; inactive.

FAQs About the word easy going

χαλαρός

easy unobstructed progressMoving easily; hence, mild-tempered; ease-loving; inactive.

Φιλικός,αέρας,ανεπίσημος,γνώριμος,ευέλικτος,ανεπίσημος,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,γλυκός,αδιάφορος

ανήσυχος,ευπρεπής,επίσημος,νευρικός,άκαμπτος,αυστηρός,Καθηλωμένος,ενοχλημένο,Τελετουργικός,στεναχωρημένος

easy chair => Πολυθρόνα, easy => εύκολος, east-west direction => κατεύθυνση ανατολή-δύση, eastwards => προς ανατολάς, eastward => ανατολικά,