Greek Meaning of lovesickness

ερωτικός πόνος

Other Greek words related to ερωτικός πόνος

Definitions and Meaning of lovesickness in English

Wordnet

lovesickness (n)

a pining for a loved one

FAQs About the word lovesickness

ερωτικός πόνος

a pining for a loved one

λατρεύω,φροντιστικός,αφοσιωμένος,αγαπώντας,παθιασμένος,στοργικός,ερωτευμένος,συμπονετικός,στοργικός,ερωτευμένος

απόμακρος,αντικοινωνικός,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,Απογοητευμένος,μακρινό,ξηρός,παγωμένος,αδιάφορος

loveseat => Καναπές δύο θέσεων, lovery => αγαπημένος, loverwise => ερωτικώς, loverly => φιλόξενος, loverlike => ερωτικός,