Greek Meaning of lovesickness
ερωτικός πόνος
Other Greek words related to ερωτικός πόνος
- λατρεύω
- φροντιστικός
- αφοσιωμένος
- αγαπώντας
- παθιασμένος
- στοργικός
- ερωτευμένος
- συμπονετικός
- στοργικός
- ερωτευμένος
- φλογερό
- οπαδός
- φιλικός
- ανθρώπινος
- παθιασμένος
- ευγενικός
- Ρομαντικός
- ερωτικός
- φλογερός
- αδελφικός
- προσεκτικός
- φιλικός
- πατρικός
- συγχωρητικός
- μητρικός
- χυλώδης
- δακρύβρεχτος
- Συναισθηματικός
- αδελφικός
- τρυφερό
- Τρυφερός
- κατανόηση
- ζεστός
- Θερμόκαρδος
- ερωτευμένος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- κρύος
- κουλ
- αποσπασμένος
- Απογοητευμένος
- μακρινό
- ξηρός
- παγωμένος
- αδιάφορος
- απόμακρος
- άσπλαχνος
- απομακρυσμένος
- κρατημένος
- απόμακρος-η-ο
- άκαμπτος
- αδιάφορος
- Ανεπηρέαστος
- αναίσθητος
- ανασυγκρότηση
- σκληρόκαρδος
- ψυχρός
- Ψυχρός στα μάτια
- κρύο
- Σκληρόκαρδος
- άκαρδος
- αδίστακτος
- Άψυχος
- ανεπιθύμητος
- αρομαντικός
- ασυναισθητος
- σκληρόβραστος
- χωρίς αγάπη
Nearest Words of lovesickness
Definitions and Meaning of lovesickness in English
lovesickness (n)
a pining for a loved one
FAQs About the word lovesickness
ερωτικός πόνος
a pining for a loved one
λατρεύω,φροντιστικός,αφοσιωμένος,αγαπώντας,παθιασμένος,στοργικός,ερωτευμένος,συμπονετικός,στοργικός,ερωτευμένος
απόμακρος,αντικοινωνικός,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,Απογοητευμένος,μακρινό,ξηρός,παγωμένος,αδιάφορος
loveseat => Καναπές δύο θέσεων, lovery => αγαπημένος, loverwise => ερωτικώς, loverly => φιλόξενος, loverlike => ερωτικός,