Greek Meaning of loveseat
Καναπές δύο θέσεων
Other Greek words related to Καναπές δύο θέσεων
Nearest Words of loveseat
Definitions and Meaning of loveseat in English
loveseat (n)
small sofa that seats two people
FAQs About the word loveseat
Καναπές δύο θέσεων
small sofa that seats two people
Τσέστερφιλντ,καναπές,Καναπές,Σαλόνι,καναπές,Καναπές,Καναπές,Καναπές-κρεβάτι,Ανακλινόμενος καναπές,κατ' ιδίαν
No antonyms found.
lovery => αγαπημένος, loverwise => ερωτικώς, loverly => φιλόξενος, loverlike => ερωτικός, lover => εραστής,