Greek Meaning of pacifiable
ειρηνικός
Other Greek words related to ειρηνικός
- κατευνάζω
- ανακουφίζω
- Ήρεμος
- Άνεση
- συμφιλιώνω
- Κονσόλα
- αποπλίζω
- εξευμενίζω
- κατευνάζω
- παρακαλω
- εξευμενίζω
- ικανοποιώ
- μωρό
- Πείθω
- πείθω
- χαϊδεύω
- περιεχόμενο
- ευχαρίστηση
- κόλακας
- ήπιος
- ευφραίνω
- ικανοποιώ
- χιούμορ
- σιωπήστε
- κακομαθαίνω
- γλυκομιλώ
- κακομαθαίνω
- ήσυχος
- χορτάτος
- χορταίνω
- χαλάω
- Γλυκαίνω
- ηρεμώ
- ηρεμώ
- κολακεύω
- ικανοποιώ
- Αγαπάω (κάποιον)
- επιδεινώνω
- οργή
- ενοχλώ
- εχθρεύω
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- σταυρός
- εξοργίζει
- ερεθίζω
- πάρει
- φλεγμόνω
- εξοργίζω
- οργή
- ερεθίζω
- ερεθίζω
- Εξοργισμός
- εκνευρίζω
- προκαλώ
- σβήνω
- ερεθίζω
- εξοργίζω
- ξυπνήσω
- ενοχλώ
- καίω
- Αναφλέγω
- αναταράζω
- τρίβω
- δυσφορία
- δυσφορία
- ενοχλώ
- χολή
- Σχάρα
- Παρακώλυση
- Χάρι
- Λιβάνι
- Μάντεν
- προσβάλλω
- διώκω
- Διαταράσσω
- ενοχλώ
- ανακατεύω
- Ρούχο
- αναστατώνω
- αναστατωμένος
- ανησυχία
- προσβολή
- τάστα
- προσβολή
- τσουκνίδα
- εκνευρισμός
- ελαφρύ
- βγάζω από τις άρρηκτες
Nearest Words of pacifiable
- pachytene => Παχύταινο
- pachysandra terminalis => Πιαχυσάνδρα τερμινάλις
- pachysandra procumbens => Pachysandra procumbens
- pachysandra => Παχυσάνδρα
- pachyrhizus tuberosus => Γιάμ
- pachyrhizus erosus => Pachyrhizus erosus
- pachyrhizus => γλυκοπατάτες
- pachyote => παχύοτη
- pachymeter => παχύμετρο
- pachymeningitis => Παχυμηνιγγίτιδα
- pacific => Ειρηνικός
- pacific bonito => Ειρηνικός bonito
- pacific bottlenose dolphin => Αφάλα
- pacific coast => Ειρηνικός Ωκεανός
- pacific cod => Γάδος του Ειρηνικού
- pacific giant salamander => Γιγάντια σαλαμάνδρα του Ειρηνικού
- pacific halibut => Πλατύς του Ειρηνικού
- pacific hemlock => Δυτική Σίκα
- pacific herring => Ρέγγα του Ειρηνικού
- pacific newt => Τρίτων του Ειρηνικού
Definitions and Meaning of pacifiable in English
pacifiable (a.)
Capable of being pacified or appeased; placable.
FAQs About the word pacifiable
ειρηνικός
Capable of being pacified or appeased; placable.
κατευνάζω,ανακουφίζω,Ήρεμος,Άνεση,συμφιλιώνω,Κονσόλα,αποπλίζω,εξευμενίζω,κατευνάζω,παρακαλω
επιδεινώνω,οργή,ενοχλώ,εχθρεύω,ενοχλώ,Σφάλμα,σταυρός,εξοργίζει,ερεθίζω,πάρει
pachytene => Παχύταινο, pachysandra terminalis => Πιαχυσάνδρα τερμινάλις, pachysandra procumbens => Pachysandra procumbens, pachysandra => Παχυσάνδρα, pachyrhizus tuberosus => Γιάμ,