FAQs About the word outlie

υπερέχειν

To exceed in lying.

No synonyms found.

No antonyms found.

outlet box => Πρίζα, outlet => πρίζα, outlearn => αποκτώ περισσότερες γνώσεις από κάποιον άλλον, outleap => προεξοχή, outlay => δαπάνη,