FAQs About the word outlimb

Άκρο

An extreme member or part of a thing; a limb.

No synonyms found.

No antonyms found.

outlier => τιμή αποκλίσεως, outlie => υπερέχειν, outlet box => Πρίζα, outlet => πρίζα, outlearn => αποκτώ περισσότερες γνώσεις από κάποιον άλλον,