Greek Meaning of prevaricate

προφασίζομαι

Other Greek words related to προφασίζομαι

Definitions and Meaning of prevaricate in English

Wordnet

prevaricate (v)

be deliberately ambiguous or unclear in order to mislead or withhold information

FAQs About the word prevaricate

προφασίζομαι

be deliberately ambiguous or unclear in order to mislead or withhold information

Ψέμα,εξαπατώ,παλινδρομώ,ψέμα,ξεγελώ,εξαπατώ,συκοφαντώ,εξαπατώ,προσποιούμενος,αποκρύπτω

προτείνω,ορκίζω,καταθέτω,επιβεβαιώνω,επαληθεύω,πιστοποιώ,τεκμηριώνω,επικυρώνω

prevalent => διαδεδομένος, prevalence => επικράτηση, prevailing wind => Επικρατούμενος άνεμος, prevailing westerly => επικρατών δυτικός, prevailing party => Επικρατούσα πλευρά,