Greek Meaning of perjure
ορκίζομαι ψευδή
Other Greek words related to ορκίζομαι ψευδή
- εξαπατώ
- φτιάχνω
- Ψέμα
- παραποιώ
- συκοφαντώ
- εξαπατώ
- [παραμορφωμένο]
- εξαπατώ
- παλινδρομώ
- ψέμα
- απαγορεύω
- απαρνιέμαι
- Απατώ
- συκοφαντία
- προφασίζομαι
- συκοφαντία
- ξεγελώ
- εξαπατώ
- προσποιούμενος
- αποκρύπτω
- παραποιώ
- φάτζ
- Γλάρος
- φάρσα
- Παιδί
- Παραπλανώ
- Παραπλανάω
- ανακριβής αναφορά
- αναφέρω λανθασμένα
- παραπλανώ
- χιόνι
- παίρνω
- μεταφράζω
- τέχνασμα
Nearest Words of perjure
- perjenet => Περτζένετ
- periwinkle plant derivative => Παράγωγο φυτού περβίνκα
- periwinkle => Τουλίπα
- periwigged => περουκοφόρος
- periwig => περούκα
- perivitelline => περιβιτέλλειν
- perivisceral => περιεγκαρδιακός
- perivertebral => περινεφρικός
- perivascular => περι-αγγειακά
- periuterine => περιμητρικός της μήτρας
Definitions and Meaning of perjure in English
perjure (v)
knowingly tell an untruth in a legal court and render oneself guilty of perjury
perjure (v. t.)
To cause to violate an oath or a vow; to cause to make oath knowingly to what is untrue; to make guilty of perjury; to forswear; to corrupt; -- often used reflexively; as, he perjured himself.
To make a false oath to; to deceive by oaths and protestations.
perjure (n.)
A perjured person.
FAQs About the word perjure
ορκίζομαι ψευδή
knowingly tell an untruth in a legal court and render oneself guilty of perjuryTo cause to violate an oath or a vow; to cause to make oath knowingly to what is
εξαπατώ,φτιάχνω,Ψέμα,παραποιώ,συκοφαντώ,εξαπατώ,[παραμορφωμένο],εξαπατώ,παλινδρομώ,ψέμα
προτείνω,ορκίζω,καταθέτω,επιβεβαιώνω,επαληθεύω,πιστοποιώ,τεκμηριώνω,επικυρώνω
perjenet => Περτζένετ, periwinkle plant derivative => Παράγωγο φυτού περβίνκα, periwinkle => Τουλίπα, periwigged => περουκοφόρος, periwig => περούκα,