FAQs About the word perk up

τονώνω

gain or regain energy, cause to be alert and energetic

φωτίζω,ενθουσίασε (ενθάρρυνε),Μην ανησυχείς,ενθαρρύνω,λάμψη,ανοίγω,Αναζήτηση,αναβιώνω,δοκάρι,αναζωογονώ

σκουraίνει,απελπισία,λυπώ,γέννα,τάστα,απογοητευμένος,σκυθρωπάζω

perk => προνόμιο, perjury => επιορκία, perjurous => επίορκος, perjurious => Επίορκος, perjuring => επίορκος,