FAQs About the word perked up

ανέκαμψε

made or become more cheerful or lively

φωτεινός,ενθαρρυμένος (πάνω),κοίταξε ,ενθαρρυμένος,ενθάρρυνε,λάμπει,φωτισμένος,αναβίωσε,ακτινοβόλος,ζωντανός

σκοτεινός,θλιμμένος,απελπισμένος,απογοητευμένος,εκκολαφθείσα,ανήσυχος,Μοτοποδήλατο

perked => ενθαρρυμένος, perk up => τονώνω , perk => προνόμιο, perjury => επιορκία, perjurous => επίορκος,