Greek Meaning of perking
Αναζωογονητικός
Other Greek words related to Αναζωογονητικός
Nearest Words of perking
Definitions and Meaning of perking in English
perking (p. pr. & vb. n.)
of Perk
FAQs About the word perking
Αναζωογονητικός
of Perk
φωτίζω,ενθουσίασε (ενθάρρυνε),Μην ανησυχείς,ενθαρρύνω,λάμψη,ανοίγω,Αναζήτηση,αναβιώνω,δοκάρι,αναζωογονώ
σκουraίνει,απελπισία,λυπώ,γέννα,τάστα,απογοητευμένος,σκυθρωπάζω
perkiness => ευθυμία, perkin => περκιν, perkily => ζωηρά, perked up => ανέκαμψε, perked => ενθαρρυμένος,