Greek Meaning of perivisceral
περιεγκαρδιακός
Other Greek words related to περιεγκαρδιακός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of perivisceral
- perivertebral => περινεφρικός
- perivascular => περι-αγγειακά
- periuterine => περιμητρικός της μήτρας
- perityphlitis => Σκωληκοειδίτιδα
- peritropous => Περιτρόπος
- peritropal => περitροφακός
- peritrochium => Τροχαλία με έκκεντρο άξονα
- peritrichous => Περιτρυχωτός
- peritricha => περιτριχώδη
- peritreme => Περιστόμιο
Definitions and Meaning of perivisceral in English
perivisceral (a.)
Around the viscera; as, the perivisceral cavity.
FAQs About the word perivisceral
περιεγκαρδιακός
Around the viscera; as, the perivisceral cavity.
No synonyms found.
No antonyms found.
perivertebral => περινεφρικός, perivascular => περι-αγγειακά, periuterine => περιμητρικός της μήτρας, perityphlitis => Σκωληκοειδίτιδα, peritropous => Περιτρόπος,