Greek Meaning of latently

λανθανόντως

Other Greek words related to λανθανόντως

Definitions and Meaning of latently in English

Webster

latently (adv.)

In a secret or concealed manner; invisibly.

FAQs About the word latently

λανθανόντως

In a secret or concealed manner; invisibly.

αδρανής,απενεργοποιημένος,Σε ηρεμία,νεκρός,χέρσος,δωρεάν,αδρανής,αδρανής,αδρανής,ανενεργός

ενεργός,ζωντανός,απασχολημένος,Λειτουργικός,λειτουργικός,σε,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,εργαζόμενος

latent schizophrenia => Λανθάνουσα σχιζοφρένεια, latent period => περίοδος επώασης, latent hostility => Λανθάνουσα εχθρότητα, latent heat => Λανθάνουσα θερμότητα, latent diabetes => Λανθάνων διαβήτης,