Greek Meaning of overactive

Υπερδραστήριος

Other Greek words related to Υπερδραστήριος

Definitions and Meaning of overactive in English

Wordnet

overactive (s)

more active than normal

FAQs About the word overactive

Υπερδραστήριος

more active than normal

ταραγμένος,ενθουσιασμένος,θερμαινόμενο,Υπερκινητικός,Πυρετώδης,φρενήρης,αλλοπρόσαλλος,αφρισμένος,αγχωμένος,υπερδιεγερμένος

Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,κουλ,ήρεμος,Γαλήνιος,ήρεμος,άενοχλητος,ατάραχος,ανήσυχος

overaction => υπερβολικές κινήσεις, overacting => Υπερβολική ερμηνεία, overact => Υπερβάλλω, overachiever => Αριστούχος, overachievement => υπεραπόδοση ,