Greek Meaning of basicity
βασικότητα
Other Greek words related to βασικότητα
Nearest Words of basicity
- basicerite => βασισερίτης
- basically => βασικά
- basic training => Βασική εκπαίδευση
- basic steel => Βασικός χάλυβας
- basic slag => βασική σκωρία
- basic process => βασική διαδικασία
- basic principle => βασική αρχή
- basic point defense missile system => Βασικό σημείο άμυνας σύστημα πυραύλων
- basic iron => βασικός σίδηρος
- basic english => Βασικά Αγγλικά
- basics => Βασικά
- basidial => Βασίδιο
- basidiocarp => καρπόφορο
- basidiolichen => Βασιδιοlichen
- basidiomycete => Βασιδιομύκητες
- basidiomycetes => Βασιδιόμυκες
- basidiomycetous => βασιδιομύκητες
- basidiomycetous fungi => βασidioμύκητες
- basidiomycota => Βασιδιόμυκητες
- basidiomycotina => [Βασιδιομύκητες](https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BC%CF%8D%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82)
Definitions and Meaning of basicity in English
basicity (n.)
The quality or state of being a base.
The power of an acid to unite with one or more atoms or equivalents of a base, as indicated by the number of replaceable hydrogen atoms contained in the acid.
FAQs About the word basicity
βασικότητα
The quality or state of being a base., The power of an acid to unite with one or more atoms or equivalents of a base, as indicated by the number of replaceable
στοιχειώδης,θεμελιώδης,εισαγωγικός,ρουτινικός,βασικό,αρχή,Στοιχειώδης,ουσιαστικός,στοιχειώδης,απλός
προηγμένος,σύνθετος,εκλεπτυσμένος,περίπλοκος,λεπτομερής,περίτεχνος,εκτεταμένος,υψηλός,ψηλότερος,σύνθετο
basicerite => βασισερίτης, basically => βασικά, basic training => Βασική εκπαίδευση, basic steel => Βασικός χάλυβας, basic slag => βασική σκωρία,