Greek Meaning of demandingly

απαιτητικά

Other Greek words related to απαιτητικά

Definitions and Meaning of demandingly in English

Wordnet

demandingly (r)

in a demanding manner

FAQs About the word demandingly

απαιτητικά

in a demanding manner

απαιτητικός,δύσκολο,επίπονος,βαρύς,απαιτητικός,εξαντλητικός,εξαντλητικός,σκληρός,επίπονος,Βαρύ

εύκολος,φως,ανεπιτήδευτος,απλός,ανεπιτήδευτο,ανεπιτήδευτος,εύκολος,λείο,ανεξερεύνητο

demanding => απαιτητικός, demander => ζητώ, demanded => ζητούσε, demandant => απαιτητικός, demandable => απαιτητό,