Greek Meaning of traveling salesman
Ταξιδιώτης Πωλητής
Other Greek words related to Ταξιδιώτης Πωλητής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of traveling salesman
- traveling bag => ταξιδιωτική τσάντα
- traveling => ταξίδι
- traveler's tree => δέντρο του ταξιδιώτη
- traveler's letter of credit => Ταξιδιωτική επιστολή πίστωσης
- traveler's joy => Κληματίτης ο κοινός
- traveler's check => ταξιδιωτική επιταγή
- traveler => ταξιδιώτης
- traveled => ταξίδεψε
- travelable => Προσπελάσιμο
- travel to => Ταξιδιώτησε σε
- traveling wave => Ταξιδεύων κύμα
- travelled => ταξίδεψε
- traveller => Ταξιδιώτης
- traveller's check => ταξιδιωτική επιταγή
- traveller's joy => Κλεμίτης
- traveller's letter of credit => Πιστολή πίστωσης ταξιδιωτικών
- traveller's tree => Δέντρο του ταξιδιώτη
- travelling => ταξιδεύω
- travelling bag => Τσάντα ταξιδιού
- travelling salesman => Πωλητής πόρτα-πόρτα
Definitions and Meaning of traveling salesman in English
traveling salesman (n)
a salesman who travels to call on customers
FAQs About the word traveling salesman
Ταξιδιώτης Πωλητής
a salesman who travels to call on customers
No synonyms found.
No antonyms found.
traveling bag => ταξιδιωτική τσάντα, traveling => ταξίδι, traveler's tree => δέντρο του ταξιδιώτη, traveler's letter of credit => Ταξιδιωτική επιστολή πίστωσης, traveler's joy => Κληματίτης ο κοινός,