Greek Meaning of criticality
κρισιμότητα
Other Greek words related to κρισιμότητα
- κακόβουλος
- απαιτητικός
- εντοπισμός σφάλματος
- υπερκριτικός
- επικριτικός
- υπερβολικά επικριτικός
- ιδιαίτερο
- απορριπτικός
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- επιλεκτικός
- σκληρός
- συνετός
- αμείλικτος
- τσιγκούνης
- επιλεκτικός
- μικροπρεπής
- επιλεκτικός
- καβγάς
- αναίσθητος
- αμείλικτος
Nearest Words of criticality
Definitions and Meaning of criticality in English
criticality (n)
a state of critical urgency
a critical state; especially the point at which a nuclear reaction is self-sustaining
FAQs About the word criticality
κρισιμότητα
a state of critical urgency, a critical state; especially the point at which a nuclear reaction is self-sustaining
κακόβουλος,απαιτητικός,εντοπισμός σφάλματος,υπερκριτικός,επικριτικός,υπερβολικά επικριτικός,ιδιαίτερο,απορριπτικός,επικριτικός,κουβέντα
ακρτικός,φιλανθρωπικός,συγχωρητικός,ανεπιτήδευτο,αδιάκριτος,ανέμελος
critical review => Κριτική, critical point => Κρίσιμο σημείο, critical mass => κρίσιμη μάζα, critical appraisal => Κριτική ανάλυση, critical angle => κρίσιμη γωνία,