Greek Meaning of wheelless

άτροχος

Other Greek words related to άτροχος

Definitions and Meaning of wheelless in English

Wordnet

wheelless (a)

having no wheels or having no wheeled vehicles

FAQs About the word wheelless

άτροχος

having no wheels or having no wheeled vehicles

καμπύλη,κύλισμα,περιστροφή,γύρισμα,κύκλος,Κουβάρι,επανάσταση,Γυρίζω γύρω-γύρω,στρέφω,κύκλωμα

ελαφρύ,κανείς,τίποτα,Γαρίδα,μηδέν,κατώτερος,μηδέν,υφιστάμενος,υφιστάμενος,Τσακάλι

wheeling => τσουλώντας, wheelhouse => θάλαμος ελέγχου, wheeler peak => Wheeler Peak, wheeler dealer => Έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, wheeler => Τροχοί,