Greek Meaning of cultism
Λατρεία
Other Greek words related to Λατρεία
Nearest Words of cultism
- cultist => λατρευτής
- cultivable => καλλιεργήσιμος
- cultivar => Ποικιλία
- cultivatable => καλλιεργήσιμος
- cultivate => καλλιεργώ
- cultivated => Καλλιεργούμενος
- cultivated cabbage => λάχανο καλλιεργημένο
- cultivated carrot => Καλλιεργημένο καρότο
- cultivated celery => καλλιεργημένος σέλινος
- cultivated crab apple => Καλλιεργημένη αγριομηλιά
Definitions and Meaning of cultism in English
cultism (n)
devotion to the doctrine or a cult or to the practices of a cult
religious zeal; the willingness to serve God
FAQs About the word cultism
Λατρεία
devotion to the doctrine or a cult or to the practices of a cult, religious zeal; the willingness to serve God
Ακροατήριο,ακολούθηση,επόμενος,Μαθητεία,Φάντομ
αγνωστικισμός,Αθεϊσμός,κοσμικότητα,Αθεΐα,Άγνοια,απιστία,δυσπιστία
cultch => κέλυφος, cult of personality => λατρεία της προσωπικότητας, cult => Λατρεία, culprit => ένοχος, culpably => ενοχικά,