Greek Meaning of culpably
ενοχικά
Other Greek words related to ενοχικά
Nearest Words of culpably
Definitions and Meaning of culpably in English
culpably (r)
in a manner or to a degree deserving blame or censure
FAQs About the word culpably
ενοχικά
in a manner or to a degree deserving blame or censure
κατηγορητέος,ένοχος,υπαίτιος,κακός,χρεωστικός,άξιος μομφής,εγκληματίας,ακατάλληλος,τιμωρητέος,απερίσκεπτος
άμεμπτος,άψογος,Άμεμπτος,τέλειο,καθαρός,άψογος,αθώος,άψογος,αθώος
culpableness => ενοχή, culpable negligence => αμέλεια, culpable => ένοχος, culpability => ενοχή, culotte => σορτς,