FAQs About the word escapist

αποδραστικός

a person who escapes into a world of fantasy

Διασκέδαση,απόλαυση,ψυχαγωγία,χαλάρωση,ευχαρίστηση,περισπασμός,εκτροπή,χαρά,νυχτερινή ζωή,Αναψυχή

No antonyms found.

escapism => διαφυγή, escaping => αποδραπέτητος, escaper => δραπέτης, escapement => Διαφυγή, escapee => Δραπέτης,