Greek Meaning of money order

ταχυδρομική επιταγή

Other Greek words related to ταχυδρομική επιταγή

Definitions and Meaning of money order in English

Wordnet

money order (n)

a written order for the payment of a sum to a named individual; obtainable and payable at a post office

FAQs About the word money order

ταχυδρομική επιταγή

a written order for the payment of a sum to a named individual; obtainable and payable at a post office

χαρτονόμισμα,δολάριο,προσχέδιο,Χαρτονομίσματα,Χαρτονομίσματα,Συναλλαγματική,Νεκροί πρόεδροι,τραπεζικός λογαριασμός,πολλά λεφτά,λογαριασμός

No antonyms found.

money market => Χρηματαγορά, money laundering => Ξέπλυμα χρήματος, money handler => Ταμίας, money dealer => συναλλαγματάρχης, money cowrie => Πουγκί,